δευτερῶν

δευτερῶν
δευτερέω
pres part act masc nom sg (attic epic doric)
δευτερόω
do the second time
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
δευτερόω
do the second time
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
δευτερόω
do the second time
pres part act masc nom sg
δευτερόω
do the second time
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δευτέρων — δεύτερος second fem gen pl δεύτερος second masc/neut gen pl δευτερόω do the second time imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δευτερόω do the second time imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δευτέρων ἀμεινόνων. — См. Первый блин комом …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть …   Православная энциклопедия

  • первый блин комом — (иноск.) неудача в начале (намек на первый блин, который если сковорода еще не горяча, часто не удается) Ср. Однако первый блин вышел комом. Бобылки были и малопредставительны и слишком податливы, чтоб выполнить возложенную на них задачу.… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Первый блин комом — Первый блинъ комомъ (иноск.) неудача въ началѣ (намекъ на первый блинъ, который если сковорода еще не горяча, часто не удается). Ср. Однако первый блинъ вышелъ комомъ. Бобылки были и мало представительны и слишкомъ податливы, чтобъ выполнить… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… …   Dictionary of Greek

  • εξάδελφος — και ξάδερφος, ο (θηλ. εξαδέλφη και ξαδέρφη και ξαδέρφισσα) (AM ἐξάδελφος, ο θηλ. ἐξαδέλφη, Α και ἐξάδελφος, η, Μ και ἐξαδέλφισσα) το παιδί τού αδελφού ή τής αδελφής τού πατέρα ή τής μητέρας νεοελλ. α) «πρώτοι εξάδελφοι» παιδιά αδελφών β)… …   Dictionary of Greek

  • ταοϊσμός — Φιλοσοφικοθρησκευτικό ρεύμα της αρχαίας Κίνας, που εμφανίστηκε κατά την περίοδο της δυναστείας των Τσόου. Δύο υπήρξαν οι πλευρές ή καλύτερα οι φάσεις του τ., κατά χρονολογική σειρά. Η πρώτη ήταν ο φιλοσοφικός τ. (Τάο τσια), που αναπτύχθηκε μεταξύ …   Dictionary of Greek

  • τιτανομαχία — η, ΝΜΑ μυθ. η μεταξύ τών Τιτάνων και τών Ολύμπιων θεών διαμάχη, η οποία έληξε με την επικράτηση τών δευτέρων («καὶ τὰ περὶ Κρόνου μυθολογούμενα και περὶ τῆς τιτανομαχίας», Διόδ.) νεοελλ. μτφ. μάχη μεταξύ πανίσχυρων αντιπάλων αρχ. ως κύριο όν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”