δευτέρων — δεύτερος second fem gen pl δεύτερος second masc/neut gen pl δευτερόω do the second time imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δευτερόω do the second time imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δευτέρων ἀμεινόνων. — См. Первый блин комом … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть … Православная энциклопедия
первый блин комом — (иноск.) неудача в начале (намек на первый блин, который если сковорода еще не горяча, часто не удается) Ср. Однако первый блин вышел комом. Бобылки были и малопредставительны и слишком податливы, чтоб выполнить возложенную на них задачу.… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Первый блин комом — Первый блинъ комомъ (иноск.) неудача въ началѣ (намекъ на первый блинъ, который если сковорода еще не горяча, часто не удается). Ср. Однако первый блинъ вышелъ комомъ. Бобылки были и мало представительны и слишкомъ податливы, чтобъ выполнить… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… … Dictionary of Greek
εξάδελφος — και ξάδερφος, ο (θηλ. εξαδέλφη και ξαδέρφη και ξαδέρφισσα) (AM ἐξάδελφος, ο θηλ. ἐξαδέλφη, Α και ἐξάδελφος, η, Μ και ἐξαδέλφισσα) το παιδί τού αδελφού ή τής αδελφής τού πατέρα ή τής μητέρας νεοελλ. α) «πρώτοι εξάδελφοι» παιδιά αδελφών β)… … Dictionary of Greek
ταοϊσμός — Φιλοσοφικοθρησκευτικό ρεύμα της αρχαίας Κίνας, που εμφανίστηκε κατά την περίοδο της δυναστείας των Τσόου. Δύο υπήρξαν οι πλευρές ή καλύτερα οι φάσεις του τ., κατά χρονολογική σειρά. Η πρώτη ήταν ο φιλοσοφικός τ. (Τάο τσια), που αναπτύχθηκε μεταξύ … Dictionary of Greek
τιτανομαχία — η, ΝΜΑ μυθ. η μεταξύ τών Τιτάνων και τών Ολύμπιων θεών διαμάχη, η οποία έληξε με την επικράτηση τών δευτέρων («καὶ τὰ περὶ Κρόνου μυθολογούμενα και περὶ τῆς τιτανομαχίας», Διόδ.) νεοελλ. μτφ. μάχη μεταξύ πανίσχυρων αντιπάλων αρχ. ως κύριο όν.… … Dictionary of Greek